μαγικός

μαγικός
-ή, -ό (AM μαγικός, -ή, -όν) [μάγος]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους μάγους («διακοῡσαι δὲ καὶ τῶν μαγικῶν λόγων, τοῡ βασιλέως κελεύσαντος», Πλούτ.)
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μαγεία (α. «μαγικά ξόρκια» β. «μαγική τέχνη»)
3. το θηλ. ως ουσ. η μαγική
η τέχνη τής μαγείας
νεοελλ.
1. αυτός που προκαλεί μεγάλη απόλαυση, θελκτικός, μαγευτικός, συναρπαστικός
2. (το ουδ. εν. και πληθ. ως ουσ.) το μαγικό, τα μαγικά
τα μάγια
3. φρ. α) «μαγικός καθρέφτης» ή «μαγικό κάτοπτρο» — ο μαγεμένος καθρέφτης τών μύθων μέσα στον οποίο μπορούσε κάποιος να διακρίνει ό,τι ήθελε να γνωρίζει
β) «μαγική ράβδος» — η ράβδος τών μάγων ή τών ταχυδακτυλουργών με την οποία κάνουν τα θαύματά τους
γ) «μαγική εικόνα» — εικόνα στην οποία υπάρχει παράσταση κρυμμένη με επιτήδειο τρόπο
δ) «μαγικός φανός» — συσκευή με την οποία προβάλλονται φωτεινές εικόνες
ε) «μαγικοί πάπυροι» — πάπυροι που περιέχουν μαγείες, επωδές, ξόρκια
στ) «μαγικοί αριθμοί» — οι αριθμοί τών πρωτονίων ή τών νετρονίων οι οποίοι προσδίδουν στους ατομικούς πυρήνες που τά περιέχουν σημαντική σταθερότητα
αρχ.
1. (για πρόσ.) επιτήδειος στη μαγεία
2. (το αρσ. ως κύριο όν.) Μαγικός (ενν. λόγος)
τίτλος συγγράμματος τού Αρισταινέτου ή τού Αριστοκλέους.
επίρρ...
μαγικώς και -ά (Μ μαγικῶς)
με μαγικό τρόπο
νεοελλ.
γοητευτικά, θελκτικά, σαγηνευτικά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μαγικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μαγεία: Μαγικό φίλτρο. 2. μτφ., γοητευτικός, ελκυστικός, σαγηνευτικός: Ο μαγικός κόσμος των ζώων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαγικά — μαγικός magical neut nom/voc/acc pl μαγικά̱ , μαγικός magical fem nom/voc/acc dual μαγικά̱ , μαγικός magical fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγικώτερον — μαγικός magical adverbial comp μαγικός magical masc acc comp sg μαγικός magical neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγικῶν — μαγικός magical fem gen pl μαγικός magical masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγικόν — μαγικός magical masc acc sg μαγικός magical neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγικαῖς — μαγικός magical fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγικοῖς — μαγικός magical masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγικοῦ — μαγικός magical masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγικούς — μαγικός magical masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγικῆς — μαγικός magical fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”